- σκοτώδους
- σκοτώδηςdarkmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοτώδης — ῶδες, Α [σκότος] 1. σκοτεινός, σκοτοειδής 2. ασαφής («σκοτωδέστερον δὲ τοῡτο καὶ ξενικώτερον», Πλάτ.) 3. αυτός που πάσχει από σκοτοδινία, που παθαίνει ιλίγγους 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκοτῶδες σκοτεινότητα, σκοτεινιά («ξὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν… … Dictionary of Greek